εξήνεγκον
Смотреть что такое "εξήνεγκον" в других словарях:
ἐξήνεγκον — ἐκφέρω carry out of aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξήνεγκον — ἐκφέρω carry out of aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)